Αγάπη και Φόβος

Πώς γίνεται το δυσοίωνο αίσθημα του φόβου να μπλέκεται τόσο έντονα με εκείνο της αγάπης; Πώς γίνεται η τρυφερότητα, το χαμόγελο και η ηρεμία να δηλητηριάζονται από κάτι αδιόρατο, συγκεχυμένο και στενάχωρο;

Το είχε νιώσει από εκείνο το πρώτο βράδυ, μετά από εκείνο το πρώτο σταυρωτό φιλί στα μάγουλα. Ένα χαμόγελο ήταν σχεδόν όλη, γεμάτη προσμονή και καρδιοχτύπι, κοιτάζοντας εκείνο το γεμάτο γλύκα βλέμμα και τις μακριές, πυκνές βλεφαρίδες που όμοιές τους δεν είχε ξαναδεί. Κι όμως κάτι την εμπόδιζε να χαμογελάσει ως τις βαθύτερες γωνιές της ψυχής της, αυτές τις καλά κρυμμένες. Κάτι αδιόρατο. Ένα αγκάθι που φοβόταν μήπως την πληγιάσει.

Και οι μήνες περνούσαν. Η φωνή του κάθε φορά που σιγοτραγουδούσε μόνος ήταν για εκείνη η πιο γλυκιά μελωδία. Το άγγιγμά του, βαθιά ερωτικό και ταυτόχρονα προστατευτικό την έκανε να ανατριχιάζει. Η τρυφερότητα που ανέβλυζε από παντού. «Κανένας δε χαϊδεύει σαν εσένα», το τραγούδι που πάντα της τον θύμιζε και συγκινούνταν. Ακόμα θυμάται την πρώτη φορά που έφερε παντόφλες, οδοντόβουρτσα και μερικά ακόμα προσωπικά του αντικείμενα στο σπίτι της. Το ένιωσε σαν επικύρωση αυτού του μεγάλου που γεννιόταν. Συχνά όταν εκείνος έφευγε μύριζε τις πιτζάμες του, είχαν το άρωμά του που πάντα τη μεθούσε. Και όμως φοβόταν. Πως ίσως κάποτε να σταματούσε να μπορεί να μυρίζει αυτό το άρωμα. Και η σκέψη την παρέλυε.

Κάποιες φορές ήθελε το χρόνο του κι έκανε να τον δει μέρες. Στην αρχή το διαχειριζόταν, όταν όμως περνούσε καιρός ο φόβος εμφανιζόταν πάλι ύπουλος. Άραγε την ήθελε στα σίγουρα; Ή μήπως είχε ανακαλύψει τις ανεπάρκειές της και απομακρυνόταν; Και μετά τον έβλεπε. Χαμογελαστό, γλυκό, να τρέχει στην αγκαλιά της γέματος αγάπη. Και η καρδιά της γέμιζε ευτυχία. Και τη φόβιζε η τόση ευτυχία, επειδή ποιός άραγε την αξίζει;

Και τα χρόνια περνούσαν. Με αγάπη, εξομολογήσεις, έρωτα. Με μοίρασμα γραπτών, εμπειριών, λογιών. Βέβαια σιγά σιγά σχηματίζονταν και κάποια γκρι συννεφάκια. Η κτητικότητα και ο εκρηκτικός της χαρακτήρας την έκαναν να λέει λόγια που τον σκοτείνιαζαν. Και τότε μπορεί να απομακρυνόταν, κάνοντάς τη να φοβάται πως θα χάσει αυτόν που τόσο αγαπούσε. Κάποτε όμως ξαναβρίσκονταν και οι αγκαλιές ήταν και πάλι σφιχτές, το ζευγάρωμα τόσο ταιριαστό, η τρυφερότητα δώρο ανεκτίμητο.

Βόλτες χέρι-χέρι, ταξίδια, μπάνια, διακοπές. Φίλοι να της λένε ότι την κοιτάζει και λιώνει, ότι θέλουν και εκείνοι να ζήσουν μια τέτοια αγάπη, να βρουν κάποιον να τους κοιτάει με αυτό το βλέμμα. Κι εκείνη να φοβάται. Για ποιό λόγο να αξίζει σε εκείνη αυτό το βλέμμα που οι άλλοι ψάχνουν και δε βρίσκουν; Για ποιό λόγο να έχει κερδίσει μια τέτοια αγάπη;

Φοβόταν για αυτόν. Να είναι καλά. Ήθελε να ξέρει ότι γύρισε ασφαλής σπίτι του, αγχωνόταν κάθε φορά που εκείνος ένιωθε αδιάθετος ή αρρώσταινε, ή όταν τον βάραιναν οι δαίμονές του και δεν τον άφηναν να χαρεί. Ήθελε να τον βοηθάει. Άλλοτε τα κατάφερνε, άλλοτε όχι. Άλλοτε του έδινε τον χώρο που αυτός ζητούσε, άλλοτε δυσκολευόταν. Φοβόταν μήπως κάτι του συμβεί, αλλά ακόμα περισσότερο φοβόταν ότι αυτός θα αποφάσιζε ότι δεν ήταν εκείνη για αυτόν, πως θα προχωρούσε δίχως να την έχει στη ζωή του και θα της τα έπαιρνε όλα πίσω.

Συναυλίες ντυμένοι όμορφα να κοιτάζονται στα μάτια και να τραγουδούν. Εκείνη να έχει στο νου να του μαγειρέψει το φαγητό που του αρέσει και να έχει πάντα γλυκά για αυτόν στο σπίτι, χωρίς όμως να μπορεί να συγκρατηθεί και να μην του μιλήσει κάποιες φορές απότομα για κάτι που θα την πειράξει, κλείνοντάς τον στο καβούκι του.

Και ήρθε η στιγμή που το βλέμμα του γινόταν όλο και συχνότερα σκοτεινιασμένο. Που εκείνη του φώναζε πιο πολύ κι εκείνος ανταπαντούσε. Και μετά πάλι αγκαλιές και αγάπη και συζητήσεις, αλλά κάτι σα να είχε αλλάξει. Κάτι σα να απειλούσε. Κι εκείνη φοβόταν όλο και πιο πολύ.

Καθισμένη μόνη σε ένα δωμάτιο κλαίει. Για την αγάπη που έζησε, για τα βλέμματα, τα λόγια, τα φιλιά. Για τα χαμόγελα που έδωσαν λάμψη στη ζωή της. Για την ευτυχία που ένα κομμάτι της πάντα φοβόταν ότι δεν άξιζε να βιώνει. Για αυτόν τον φόβο που κατοικοέδρευε στα βάθη της ψυχής της και της στερούσε την απόλυτη χαρά. Για τον φόβο που βγήκε αληθινός.