φόβος | μικρή ιστορία

Μετά την καταστροφή

Δεν ήξερε πόσο καιρό παρέμεινε κρυμμένος. Μέσα στο σκοτάδι δεν υπήρχε χρόνος. Ώσπου κάποτε αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα, ν’ αποτινάξει από πάνω του το δισταγμό μαζί με την καταπακτή που τον κρατούσε θαμμένο.

Θυμάται πως του είχαν πει να μην το τολμήσει ώσπου να τον ειδοποιήσουν, πως πια ο κόσμος δεν ηταν ασφαλής, φοβερα πράγματα συνέβαιναν και αναμένονταν χειρότερα, οπότε το καλύτερο για εκείνον ηταν να παραμείνει εκει κρυμμένος ώσπου να τον ειδοποιήσουν όταν η κατάσταση ηρεμούσε. Εξω του είπαν θα εβγαινε μόλις επανέρχονταν η κανονικότητα. Μα πέρασε καιρός και δεν άκουγε πια ούτε βήμα, ούτε φωνή απο τους επάνω. Να είχαν χαθεί τα πάντα; Ποιό ήταν το νόημα τότε να μένει στην άγνοια όταν ολα είχαν τελειώσει;

Με μια δυνατή σπρωξιά σήκωσε την πορτα. Το έντονο φως τον τύφλωσε, για ώρα έβλεπε μονάχα απόλυτο λευκό. Μόλις κατάφερε να ανακτήσει την όρασή του διέκρινε το τοπίο γύρω του πρωτόγνωρα παρθένο, σα να είχε μόλις βγει από τα χέρια του Δημιουργού. Κι εκείνος ο πρωτόπλαστος ενός καινούργιου κόσμου.