Παράθυρο στον τοίχο

Θυμόταν τον εαυτό της ώρες ολόκληρες να κοιτάει το παράθυρο περιμένοντας τον αδερφό της. Τα χρόνια εκείνα δε μπορούσε να βγει έξω από το σπίτι παρά μόνο με συνοδεία άλλου άντρα κι έτσι κοίταζε στην άκρη του δρόμου περιμένοντας τη μορφή του να φανεί από τη στροφή. Ο ερχομός του σήμαινε απελευθέρωση, αφού μετά το φαγητό πήγαιναν μαζί μεγάλους περιπάτους στην πόλη. Τα μάτια της γέμιζαν χρώματα από τα υφάσματα κι η αναπνοή της τη μυρωδιά των μπαχαρικών.

Κάποιο μεσημέρι της έφερε ένα περιοδικό με πίνακες που της έκανε μεγάλη εντύπωση. Το ξεφύλλιζε ξανά και ξανα, τα δάχτυλά της διέτρεχαν τα περιγράμματα γύρω από τις μορφές και τα σχήματα που απεικονίζονταν. Το είχε κοντά της σα μαγείρευε, στο προσκεφάλι της σαν κοιμόταν. Συχνά έβλεπε τις ζωγραφιές να διατρέχουν η μία την άλλη στα όνειρά της και κάποιες φορές έβλεπε τον εαυτό της να βρίσκεται μέσα στα τοπία εκείνων των εικόνων που έδειχναν τόσο εξωτικά στα δικά της μάτια.

Κάποιο πρωί που καθάριζε το σπίτι βρήκε σε ένα ντουλάπι διπλωμένο ένα χοντρό, λευκό χαρτί. Στο μυαλό της ήρθε αμέσως το περιοδικό που διάβαζε. Έπιασε αδέξια το μολύβι και τραβηξε λίγες γραμμές. Στράφηκε προς το παράθυρο και είδε πως κι αυτό ήταν φτιαγμένο από γραμμές. Τις σχημάτισε πάνω στο χαρτί και έφτιαξε την εικόνα του παραθύρου. Κοίταζε μια το χαρτί και μια το παράθυρο βρίσκοντας διασκεδαστική την ομοιότητα των δύο σχημάτων. Παρατηρώντας τα πράγματα γύρω της διαπίστωσε πως καθετί ήταν φτιαγμένο από γραμμές, πράγμα που σήμαινε πως καθετί μπορούσε να αποτυπωθεί. Σκέφτηκε πως κάποια μέρα θα ήθελε να σχεδιάσει το παράθυρο ανοιχτό κι ας ήταν πιο δυσκολο από αυτό που είχε μόλις φτιάξει.

Μέρα τη μέρα σχεδίαζε όλο και περισσότερο. Ζήτησε από τον αδερφό της ένα μπλοκ ζωγραφικής και κάθε που τελείωνε τις δουλειές καθόταν και σχεδίαζε με τις ώρες. Στην αρχή τα σχέδιά της αφορούσαν τα τοπία που έβλεπε έξω από το παράθυρό της, τα βουνά, το δρόμο, τα γειτονικά σπίτια. Έπειτα ξεκίνησε να αποτυπώνει τα αντικείμενα του σπιτιού, τα βάζα, τα έπιπλα, ακόμα και τα σκεύη της κουζίνας. Κάποια στιγμή σκέφτηκε πως το χρώμα είναι αυτό που δίνει ζωή στα πράγματα και ζήτησε μαρκαδόρους για να γεμίσει τα σχέδιά της. Ένα βράδυ καθώς κοιμόταν ο αδερφός της, κάθισε δίπλα του και σχεδίασε το πρόσωπό του σε ένα έγχρωμο πορτρέτο. Παρατηρώντας το στο φως ενθουσιάστηκε με την ομοιότητα πρωτότυπου και αντιγράφου.

Όταν έμαθε πως μπορεί να κυκλοφορεί πλέον στην πόλη δίχως σύνοδο και καλυμα στο σώμα της ξεκίνησε τις μεγάλες περιπλανήσεις, πάντοτε με τα δημιουργικά της συνεργα στην τσάντα. Σαν έβλεπε κάτι που της τραβούσε την προσοχή, στεκόταν απέναντι του και προσπαθούσε να το αποτυπώσει με όση λεπτομέρεια μπορούσε. Σύντομα είχε γεμίσει ολόκληρα ντοσιέ με τα έργα της. Τα κράταγε σφιχτά στο σώμα της σαν την πολυτιμότερη περιουσία της.

Σαν επιτράπηκε η εγγραφή της στη σχολή Καλών Τεχνών αφιερώθηκε με ζήλο και επιμέλεια στα διαβάσματα και τις εργασίες της. Κι αφού οι περισσότερες ώρες της ημέρας ήταν αφιερωμένες στις δουλειές του σπιτιού, περιμενε να πέσει το βράδυ για να δώσει ζωή στη φαντασία της. Η διπλωματική της ήταν ένα έργο που επέλεξε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη ενός από τα μεγαλύτερα κτίρια της πρωτευουσας. Μια γυναικεία φιγούρα που γινόταν ανθισμένο δέντρο στη στιγμή της μεταμόρφωσης, σαν τα χέρια της έβγαζαν φύλλα και ο κορμός της άλλαζε από δέρμα σε ξύλο. Πήρε το πτυχίο της μετά επαίνων και πολλά περιοδικά του εξωτερικου έγραψαν αφιερώματα για τη δουλειά της.

Σε λίγα χρόνια τα έργα της κοσμούσαν τους τοίχους των σημαντικότερων κτιρίων της πόλης. Στην τσάντα της είχε πάντοτε σπρέι και οπότε έβλεπε κάποιο σημείο που μπορούσε να γίνει ομορφότερο έφτιαχνε ένα σχέδιο σημαδεύοντας με τέχνη τις μέχρι πρότινος βουβές επιφάνειες. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο έδινε ζωή σε πλάσματα και τοπία που βρίσκονταν μονάχα στη φαντασία της, πως η τέχνη είναι κι εκείνη μια γέννηση, όχι υποδεέστερη από τη γέννηση ενός ανθρώπου.

Τη μέρα που μπήκαν στην πρωτεύουσα οι οπλισμένοι εγκληματίες του παλιού καθεστώτος εκείνη ανεβασμένη σε σκάλα ζωγράφιζε τη μορφή της γυμνή, παρουσιάζοντας αυτό που της είχαν μάθει να κρύβει, να καλύπτει με ντροπή και να θάβει πίσω από πέπλα. Ένα σώμα τόσο ζωηρά χρωματισμένο που ήταν σαν ζωντανό, παλλόμενο ακτινοβολώντας δύναμη με την ένταση ενός πυρακτωμένου ηλίου. Ήταν αδύνατο να το κοιτάξει κανείς για ώρα δίχως να χαμηλώσει το βλέμμα. Σαν το τελείωσε το κοίταζε σκεπτόμενη πως ήταν ό, τι πιο αληθινό είχε φτιάξει ποτέ.

Είχε απορροφηθεί στο έργο της και συνειδητοποίησε τι γινόταν όταν ήδη κόσμος πολύς είχε περικυκλώσει την περιοχή γύρω από το σημείο που βρισκόταν. Άκουσε κραυγές και βρισιές από χαμηλά, κόρνες από αυτοκίνητα και κρότους από πέτρες που έπεφταν τριγύρω. Η ταράτσα που είχε ανέβει δεν είχε σημείο να κρυφτεί. Από κάτω έβλεπε τους άντρες οπλισμένους να πληθαίνουν, άκουγε πια καθαρότερα βρισιές, τους γεμιστήρες να κουμπώνονται στα όπλα τους. 

Άρχισε να πισωπατά μέχρι που έμεινε με την πλάτη στον τοίχο. Με τα σπρέι στα χέρια της, τα μόνα όπλα που είχε ποτέ σφιγμένα στις γροθιές της, στάθηκε απέναντί τους με μια έκφραση περιφρόνησης. Και τότε, με τις ριπές από τις σφαιρες γύρω της, θυμήθηκε το πρώτο της σχέδιο. Μαζεύοντας το θάρρος της στράφηκε με την πλάτη στο πληθος, ζωγράφισε με γρήγορες κινήσεις ένα ανοιχτό παράθυρο και με ένα άλμα εξαφανίστηκε μέσα του.