Ο γέρο-ναυτικός και η θάλασσα

Ο ναυτικός μεγάλωσε και σταμάτησε πια να μπαρκάρει και να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Όμως, η ίδια του η καρδιά διακατεχόταν ακόμα από άσβηστη νιότη και ανέπνεε ακόμα τον αέρα της θάλασσας, από την οποία ποτέ δεν απομακρύνθηκε. Ήταν η ίδια του η ζωή, πως θα μπορούσε να την απαρνηθεί;
Συχνά περπατούσε κοντά στη θάλασσα, έπαιρνε βαθιές ανάσες και αναπολούσε εκείνες τις στιγμές οι οποίες ήταν γεμάτες από όμορφες αναμνήσεις, αναχωρήσεις με δάκρυα και ταξίδια σε μαγευτικά μέρη. Σε πόσα όμορφα μέρη είχε γυρίσει, πόσα εξωτικά μέρη είχε δει, πόσους ανθρώπους είχε γνωρίσει!

Ακόμα και τώρα θα ήθελε να γίνει ναυτικός και να προσπαθεί να γαληνεύσει τα άγρια κύματα της θάλασσας. Έστω και λίγο…
Τα βήματά του τον έφεραν σε εκείνο το παλιό καράβι, το οποίο είχε μείνει στην άκρη της θάλασσας σα μνημείο, σαν μία υπενθύμιση ενός σπουδαίου καραβιού το οποίο είχε γυρίσει σε θάλασσες και θάλασσες.

Δάκρυα έτρεχαν από την πλάτη του, σκεπτόμενος πως το ‘’πνεύμα μεν πρόθυμο, αλλά η σαρξ αδύναμη’’.

Δεν είδε εκείνο το ξύλο όμως που κρεμιόταν από το ένα μέρος του καραβιού, έτοιμο να καταρρεύσει. Σε χρόνο αστραπή κατέρρευσε και προσγειώθηκε με δύναμη επάνω στο κεφάλι του μεγάλου ναυτικού, ο οποίος ήταν σωματικά αδύναμος και δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Ο γερο –ναυτικός άφησε τη στερνή του πνοή στο μέρος το οποίο αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του; δίπλα στη θάλασσα, μέσα στο παλαιό καράβι