Οι γαλάζιες μπούργκες

Ένα.
Δύο.
Τρία.
Οι σκέψεις της τρέχουν και πάλι πίσω σε εκείνη την νύχτα.
Ένα.
Δύο.
Τρία.
Τα μάτια της βλεφαρίζουν με μανία παλεύοντας να διώξουν τις εικόνες. Μα η θύμηση του πόνου είναι εκεί, στην πλάτη της, τραντάζοντας το κορμί με καυτές σουβλιές.
Ένα.
Δύο.
Τρία.
Μετράει παλεύοντας να κρατήσει το νου της σε μια σειρά, σε μια συνεχή ακολουθία, σε ένα σφιχτό λουρί δίχως να δίνει ίχνος οξυγόνου σε ακάλεστες αναμνήσεις.
Ένα.
Δύο.
Τρία.

Μετράει και πάλι. Όπως μετρούσε κι εκείνη την νύχτα καθώς η δερμάτινη ζώνη μαστίγωνε τον αέρα και συγκρουόταν με τη πλάτη της. Και όταν ο πόνος την άδραχνε με το ψυχρό του χέρι, για πρώτη φορά αισθανόταν ευγνώμων για την γαλάζια μπούργκα που κάλυπτε το πρόσωπο, τα μάτια και απλωνόταν μέχρι τη πλάτη και το στέρνο. Γιατί όσο σημαντικό κι αν ήταν για τους άντρες με τα τουρμπάνια και τα καλάζνικοφ ζωσμένα στα στήθη, να βιώσει πόνο για τις αμαρτίες της, άλλο τόσο ήταν να κρατήσουν το μαζεμένο πλήθος μα και τους εαυτούς τους μακριά από το πειρασμό που έβλεπαν στη γυμνή της σάρκα.

Είχε σταματήσει να μετράει μετά το τρίτο μαστίγωμα της ζώνης αν και ο άντρας που με μένος την χειριζόταν, το είχε διατάξει πολλές φορές. Μήτε ουρλιαχτό, μήτε βογγητό πόνου δραπέτευε από τα σφραγισμένα χείλη. Τέσσερα, πέντε, έξι, συνέχιζε από μέσα της λαχταρώντας για τη στιγμή που θα έφτανε στο είκοσι.

Κάπου στη μέση, έχασε το μέτρημα, έχασε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της. Γονάτισε. Ευχήθηκε ο πόνος της να ήταν σιωπηλός μα τη στιγμή που αντίκρισε τη θάλασσα από γαλάζιες μπούργκες τον είδε να αντανακλάται ανάμεσα σε τουρμπάνια στο μαζεμένο πλήθος. Είδε το μαρτύριο της στις απρόσωπες αδελφές της, είδε τη κατάρα μιας κάποτε σπουδαίας χώρας να κοντοζυγώνει πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σαν κοφτερό δρεπάνι.

Δεν ήξερε σε ποιο νούμερο βρισκόταν μόνο ότι το κορμί της ακτινοβολούσε εκτυφλωτικό πόνο. Μια γυναίκα απ’ το πλήθος ούρλιαξε. Η μάνα της, η αδελφή της, ίσως και η κόρη της, δε μπορούσε να καταλάβει. Ίσως πάλι και κάποια άγνωστη, κάποια άτυχη αρκετά να γεννηθεί εδώ. Ούρλιαζε από συμπόνια, από οργή. Ή μονάχα από την συνειδητοποίηση του τι επρόκειτο να της συμβεί. Σαν πρόβατα στις σφαγή παρατεταγμένες οι γαλάζιες μπούργκες. Δίχως να μπορούν έστω να διασταυρώσουν τα βλέμματά για λίγη δύναμη.

Στην εικοστή βουρδουλιά άφησε τα δάκρυα ελεύθερα να νωπίσουν το ύφασμα. Για τον εαυτό της, για τις απρόσωπες μανάδες, κόρες, αδελφές και γνωστές άγνωστες γυναίκες που με δυσπιστία και φρίκη παρακολουθούσαν το κόσμο τους να καταρρέει. Για όσες φυλακισμένες υποφέρουν και για όσες ακόμα θα υπέφεραν, η γυναίκα με τη γαλάζια μπούργκα γονατιστή στο σκληρό έδαφος έκλαψε.
Μέτρησε και πάλι.
Ένα.
Δύο.
Τρία.

Ίσως να είναι ακόμα εκεί, να σφίγγει τα δόντια της στις βουρδουλιές. Ίσως πάλι, κάπου σε κάποιο χαρακωτό χαντάκι οι άντρες να τη πέταξαν. Ίσως ματωμένη ακόμα να σέρνεται σε ατέλειωτες ερήμους αναζητώντας κάποια σωτηρία.
Ίσως πάλι εκείνη να δραπέτευσε. Μα πριν το κάνει πέθανε δεκάδες, εκατοντάδες φορές κάτω από καταδυναστευτικά χέρια, βρώμικα, χέρια αντρικά. Χέρια και μάτια που τη γδύνουν για να εγκληματήσουν πάνω της πριν την ντύσουν πάλι για να μην τους σκανδαλίσει.
Στην εικοστή βουρδουλιά σωριάστηκε. Στο παγωμένο έδαφος αναλογίστηκε ποια μοίρα φυλούσανε για εκείνη.
Προτού τα πάντα χαθούν στην ανυπαρξία, τα ουρλιαχτά εκείνης της γνωστής άγνωστης αντηχούσαν στα αυτιά της σαν θρηνητικές καμπάνες.