Θάλασσα

Την έβλεπα να γλιστράει ανάμεσα από τα διασκορπισμένα κτήρια μπροστά, μια γραμμή όμοια με φλέβα που διακλαδίζονταν γεμάτη κίνηση για να φτάσει ως εμένα. Έλεγα πως αν δεν υπήρχε αυτή η φλέβα δεν θα κρατιόμουν ζωντανός μέσα σε τόσο γκρίζο ολόγυρα μου. Πως με γέμιζε με μια ενέργεια που έφερνε από κάποια μακρινή ήπειρο. Σαν έβρισκα χρόνο πήγαινα κοντά της όπως ένα πληγωμένο παιδί ζητάει τη μητέρα του. Τότε πλάταινε και γινόταν ολόκληρη μια αγκαλιά που μέσα της μπορούσα να κλάψω, να ελευθερωθώ. Κι είναι φορές που σαν είχα κολυμπήσει πολύ και έστρεφα το βλέμμα προς την ακτή που είχε γίνει μια μαύρη γραμμή έλεγα να μην γυρίσω πίσω. Πως αυτή η μαύρη γραμμή είναι η φυλακή μου, μια θηλιά που μου τύλιγε το λαιμό κάθε μέρα πιο σφιχτά σε σημείο ασφυξίας. Γυρνούσα απ’ την άλλη και βλέποντας τον ασύνορο ορίζοντα έλεγα να κινηθώ επίμονα προς την πλευρά εκείνη που μαύρο δεν υπάρχει η να αφεθώ στο κύμα να με οδηγήσει βαθιά ως τη μήτρα της θάλασσας σαν μια αντίστροφη γέννηση.