Ίχνη στον ουρανό

Το μωρό αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της θηλάζοντας. Τράβηξε τη θηλή της από το στόμα του με μεγάλη προσοχή και χαμογελώντας, σκούπισε ένα δάκρυ γάλα από τη γωνία των χειλιών του. Ύστερα το απίθωσε μαλακά στην κούνια του, προσέχοντας να μην το ξυπνήσει. Στάθηκε  από πάνω του και το κοίταξε. Τα σωθικά της έλιωσαν και έγιναν ένας ωκεανός τρυφερότητας και λατρείας. Τα γόνατά της λύθηκαν. Πόση ευτυχία!

Από κάτω, από το σαλόνι, η φωνή του Προέδρου από την τηλεόραση ακουγόταν συγκεχυμένη. Κάτι έλεγε για εχθρούς και για τη βοήθεια του Θεού. Κάποιο διάγγελμα πάλι ή κάτι παρόμοιο. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Εκείνη είχε το μωρό της.

Το φως που έμπαινε απ’ έξω στο δωμάτιο ήταν αρκετά έντονο. Και κάπως σαν κίτρινο. Σαν μουτζουρωμένο κίτρινο. Πήγε να τραβήξει τις κουρτίνες, να μην ενοχλεί τον ύπνο του μωρού της αυτό το ενοχλητικό σήμερα φως. Μόλις πλησίασε το παράθυρο, το φως δυνάμωσε.

Σήκωσε τα μάτια της προς τα πάνω και τότε το είδε. Κάτι διέσχιζε τον ουρανό αφήνοντας πίσω του ένα μακρύ λευκό ίχνος. Κι ύστερα κι άλλο ένα, από την αντίθετη κατεύθυνση. Κι ύστερα κι άλλο. Κι άλλα. Ο ουρανός γέμισε από λευκά ίχνη που έρχονταν από παντού και πήγαιναν παντού.

Η τηλεόραση βουβάθηκε.

Το σπίτι σείστηκε ολόκληρο από τα ποδοβολητά του άντρα της που ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα. Η κραυγή του τράνταξε τα τζάμια: “Μαρία! Το παιδί!!!”
Γύρισε και κοίταξε το κοιμισμένο μωρό της στην κούνια του.
Και τότε ήταν που φοβήθηκε.