Όταν πέσει η αυλαία

Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη νύχτα. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες το πρωί που τα χειροκροτήματα ηχούσαν εκκωφαντικά στα αυτιά μου. Σαν να ήταν χθες το μεσημέρι που το τσούγκρισμα των ποτηριών μας θα έκανε κάθε τεμπέλικη δεκαοχτούρα να πετάξει. Σαν να ήταν χθες το απόγευμα που τα ποτισμένα από σκέτο ουίσκι χείλη σου τσουρούφλισαν την καρδιά μου. Σαν να ήταν χθες το βράδυ που ο χρόνος πήρε μια ανάσα να ξαποστάσει.

Θυμάμαι, ήταν Σάββατο απόγευμα. Λίγες ώρες μόνο απέμεναν πριν οι τελειόφοιτοι της Royal Academy of Dance δώσουν την τελική τους παράσταση. Παρουσιάζαμε σε μικρούς και μεγάλους, συγγενείς και φίλους, καθηγητές και καταξιωμένους χορογράφους τους κόπους τριών χρόνων. Μέσω της Ωραίας Κοιμωμένης και του μεγαλείου του Τσαϊκόφσκι τους καλούσαμε να χορέψουν μαζί μας για μια τελευταία φορά στην αίθουσα με τις κόκκινες βελούδινες καρέκλες, τη μεγαλοπρεπή σκηνή και τον κρυστάλλινο πολυέλαιο.

Λίγη ώρα πριν ανοίξει η αυλαία, τα παρασκήνια είχαν γίνει μια μικρογραφία των τριών μας χρόνων στη σχολή. Κορίτσια και αγόρια, ολόκληρες κοπέλες και παλικάρια πια έτρεχαν χορεύοντας σε μια φρενίτιδα. Μια καταιγίδα από πολύχρωμα κουστούμια, φανταχτερά υφάσματα, λεπτεπίλεπτες πουέντ και ασφυκτικά καλσόν. Μια μουσική θύελλα με μπουμπουνητά από επιδέσμους και επιγονατίδες, με κατακλυσμούς από εμετούς και μικρές πιτσιλιές χαπιών. Τις πιτσιλιές είχα καταφέρει να της αποφύγω. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. Για τους εμετούς δεν μπορώ να πω ίδιο. Ήταν τιμωρία κι επιβράβευση. Ένας κύκλος που είχα μπει και γύρναγα, μια επίμονη ξινίλα στον ουρανίσκο μου. Εκείνη τη μέρα είχες ξεράσει για να μην φαίνεσαι χοντρός, εγώ πάλι για το καλό. Είχα δουλέψει πολύ σκληρά για αυτό το έργο, για αυτή την ευκαιρία, για την αναγνώριση. Το ήξερες αυτό καλύτερα από τον καθένα.

Το κουδούνι χτύπησε τρεις φορές επιτελώντας τον σκοπό του. Τα πολύχρωμα κουστούμια και τα σκελετωμένα πρόσωπα έστεκαν προσοχή περιμένοντας να επιτελέσουν τον δικό τους. Χορεύαμε όλοι με την ίδια έκφραση. Tον φόβο κάλυπτε το προσωπείο του μεγαλείου που με μπόλικο μακιγιάζ είχαμε φορέσει. Τον εσωτερικό μας τρέμουλο σταθεροποιούσαν οι άκαμπτες κινήσεις μας. Χορεύαμε ή κάναμε πολεμικές τέχνες; Θυμάμαι τα πόδια μου να χορεύουν το βαλς και την καρδιά μου να επαναστατεί με ρυθμικό τυμπανισμό. Η καρδιά σου πολεμούσε κι εκείνη όταν με σήκωσες την πρώτη φορά. Τη δεύτερη ο σφυγμός μου έγινε έναν με το δικό σου και την τρίτη για λίγο πετάξαμε πάνω από τη στέγη. Πόσο κράτησε; Τόσο που κανείς άλλος δεν το πήρε χαμπάρι. Εκείνη τη στιγμή χαμογέλασα. Αληθινά. Νομίζω το ένιωσες κι εσύ.

Εκείνη τη στιγμή θα τη θυμάμαι για πάντα. Αντιπροσωπεύει το λόγο που ξεκίνησα να χορεύω. Εκείνη τη στιγμή η μελωδία με υπνώτιζε, με οδηγούσε στην ασφαλή αγκαλιά σου. Εκείνη τη στιγμή οι θεατές ήταν δέντρα και λουλούδια. Οι βελούδινες πολυθρόνες φρεσκοκομμένο γκαζόν που μοσχοβολούσε από τη βροχή της μουσικής, τα κρύσταλλα από τον πολυέλαιο αστέρια και δροσοσταλίδες. Κι εσύ ήσουν εσύ.

Μόνο για μια στιγμή έως ότου μας προσγείωσε στη ξύλινη σκηνή η εκκωφαντική παύση της μουσικής και ο οχετός από χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Οι συμμαθητές μας ξέσπασαν σε ξέφρενα ουρλιαχτά και αγκαλιές. Κάναμε άγαρμπα μια υπόκλιση που αν μπορούσε θα γινόταν κόκκινη από τη ντροπή της κι από τα τριαντάφυλλα που τη σκέπασαν. Δεχτήκαμε αγκαλιές και δάκρυα περηφάνειας από τους δικούς μας ανθρώπους. Χειραψίες και συγχαρητήρια από αγνώστους.

Εκείνη τη μέρα ακτινοβολούσαμε ελπίδα. Εκείνη τη μέρα μου πρότειναν να συμμετέχω στο δεύτερο καλύτερο χορευτικό θίασο του Λονδίνου. Εκείνη τη μέρα οι γονείς σου ήταν περήφανοι για σένα. Θυμάμαι ακόμα τη λάμψη στο βλέμμα σου όταν ο πατέρας σου σε αγκάλιασε. Εκείνη η μέρα είχε γίνει γιορτή κι εμείς της χρωστούσαμε χορό και μουσική.

Τα βήματά μας μάς οδήγησαν στο γωνιακό μπαρ που τρία χρόνια στέγαζε τα δάκρυα και τις χαρές μας. Ήταν πιστός σύντροφος σε κάθε απογοήτευση και ξέφρενος παρτενέρ σε κάθε ξενύχτι. Εκείνο το βράδυ του αποδίδαμε φόρο τιμής. Θυμάμαι έπαιζε δυνατά μουσική, αλλά πιο δυνατές ήταν οι φωνές μας, τα χοροπηδητά μας, οι χτύποι της καρδιάς μας. Για πρώτη φορά γευόμασταν χωρίς τύψεις τη μεθυστική μυρωδιά του αλκοόλ. Και πίναμε και τραγουδάγαμε και χορεύαμε, γιατί το μέλλον μας ήταν εκεί. Μπορούσαμε σχεδόν να το αγγίξουμε, να το μυρίσουμε.

Εσύ μύριζες υπέροχα. Δεν είχα άλλοτε ξεχωρίσει τη μυρωδιά σου κι όμως εκείνο το βράδυ σε ακολουθούσε και μου έλειπε κάθε φορά που απομακρυνόσουν. Μύριζες χαρτί από το αγαπημένο μου μυθιστόρημα, φρεσκοβρεγμένο γρασίδι και ουίσκι. Το ποτήρι σου άδειαζε και γέμιζε. Οι κινήσεις σου γινόντουσαν πιο γρήγορες και σπασμωδικές. Τα βλέφαρά σου κρέμονταν μισάνοιχτα. Σε κάποιο τραγούδι που δεν με ένοιαζε να ακούσω με σήκωσες να χορέψουμε. Με γύρναγες και γύρναγε όλο το δωμάτιο. Και χορεύαμε σαν άλλοι. Δεν μετρούσαμε, δεν ήμασταν λεπτεπίλεπτοι ούτε κομψοί. Σε πάτησα αρκετές φορές από τη ζάλη του τζιν και κάθε φορά το χαμόγελό σου γινόταν όλο και πιο πλατύ.

Το δωμάτιο του αγαπημένου μας μπαρ είχε γίνει ασφυκτικά μικρό για τις καρδιές μας. Τα πρόσωπα των συμμαθητών μας είχαν θολώσει. Ο χορός τους έμοιαζε με ασυγχρόνιστο ροκ εν ρολ, ενώ τα αυτιά μας έπαιζαν τη δικιά τους μουσική. Με τράβηξες κοντά σου.

«Έλα να πετάξουμε μαζί» ψιθύρισες και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο.

Στο δρομάκι του γωνιακού μπαρ ακουγόταν ο απόηχος του γλεντιού και ο θόρυβος μιας κοιμισμένης πόλης. Σε εκείνο το δρομάκι με κράτησες σφιχτά. Η αγκαλιά σου υποσχόταν να μην με αφήσει. Στηριζόμουν σε αυτή. Τα μάτια σου μισάνοιχτα φεγγοβολούσαν και το μέλι που έσταζαν δεν με άφηνε να ξεκολλήσω. Τα χείλη σου άγγιξαν τα δικά μου και με έκαψαν.

«Με πήραν στην Αμερική. Φεύγω αύριο» μου ψιθύρισες παγώνοντας το ρυάκι που έτρεχε στις φλέβες μου.

Με κοίταξες με μάτια ορθάνοιχτα που ήθελαν να πουν πολλά.

«Θα σου γράφω» υποσχέθηκες και με ξαναφίλησες.

Μακάρι να σε είχα πιστέψει. Έστω και για ένα απατηλό λεπτό. Για μια ακόμα στιγμή να κρατούσε η μελωδία του όνειρο. Μακάρι να ονειρευόμουν πιο συχνά. Μακάρι να μου έγραφες.