Η βιολίστρια στο παράθυρο

Την παρατηρούσε συχνά από το παράθυρό του που έβλεπε στο δικό της απέναντι, στον ακάλυπτο της παλαιάς πολυκατοικίας. Ήταν συνεπής στο άτυπο ραντεβού τους, κάθε απόγευμα στις πέντε, όταν εκείνη στεκόταν πλάι στο ανοιχτό παράθυρο και έπαιζε κομμάτια στο βιολί. Άλλοτε μουσική κλασική που δεν αναγνώριζε κι άλλοτε από πιο σύγχρονες παρτιτούρες• αποτυπώνονταν στην μνήμη του χωρίς καμία διάκριση.

Εκείνο το απόγευμα είχε αργήσει. “Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θα ΄ναι παρηγοριά”, σκέφτηκε σαν σύγχρονος μοναχικός Καβάφης, περιμένοντας την καρτερικά μήπως και φανεί.
Το φως άρχισε να πέφτει κι εκείνος παρατηρούσε τη σκιά του χεριού του να κάνει σχέδια στον τοίχο της.
Άργησε, μα φάνηκε. Τοποθέτησε σχεδόν ευλαβικά τη γέφυρα του βιολιού στην κλείδα της και άρχισε να παίζει. Το δοξάρι, προέκταση του χεριού της, κυλούσε σαν χάδι τρυφερό πάνω στις χορδές. Το δικό του χέρι, μια σκοτεινή σιλουέτα, μια προβολή των πόθων του στον απέναντι τοίχο. Έβλεπε το χέρι της να τυλίγει το λαιμό του βιολιού κι ήθελε να αγγίζει τον δικό του, μα μόνο η σκιά του την άγγιζε, χωρίς να την αγγίζει. Άγγιγμα μη απτό, παιχνίδι του φωτός και της απουσίας του.
Το κομμάτι τελείωσε, η παρτιτούρα δεν συνεχίστηκε σε διαφορετική σελίδα και το παράθυρο έκλεισε. Αύριο “ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει”.