Το άλλο πρόσωπο της Αριάδνης

Οι φυλακές των Μαύρων Βράχων φαντάζουν οι σκληρότερες του κόσμου. Σιωπηρή υγρασία, σκληρά παιδιά από την Τρουβίλ και την Λυών, τέρατα που κουβαλούν στους ώμους τους ύποπτες συμφωνίες. Ποιες κρυαγαλέες πλάνες τους έφεραν ως εδώ; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν είπε. Και εγώ; Εγώ εργάζομαι στην βιβλιοθήκη της φυλακής. Δεν έχω όνομα, μόνον έναν αριθμό. Δεν περπατώ, μόνον φτερουγίζω, σαν ένα παλιό κλίτος που χάνει για πάντα τον ρυθμό του. Τακτοποιώ τα παλιά συγγράμματα, ξανά και ξανά, το φθαρμένο, δαγκωμένο τους εξώφυλλο μαρτυρά μια ιστορία, ένα μικρό και περιπετειώδες δράμα. Ζουν και εκείνα φυλακισμένα, βλέπετε, μαζί με τα σκληρά παιδιά της Τρουβίλ. Μετά την δύση του ηλίου οι τρόφιμοι αποσύρονται στις τύψεις τους. Το φως κλείνει, οι δεσμοφύλακες παραμονεύουν στον ύπνο τους. Ω, ναι, μπορείτε να τους ακούσετε μες στο χάραμα, προτού ο ήλιος σβήσει τα πάντα. Χτυπιούνται στα κελιά τους, παρασύρονται από την μυρωδιά της ταπεινής, της πιο βρώμικης ζωής. Φάρμακα, αίμα και μυραλοιφές σαρώνουν τις πτέρυγες μαζί με τους ξύλινους κρότους του κόσμου που κυλά και κυλά και κυλά.

Στα ράφια της βιβλιοθήκης παλιώνουν μερικά από τα πιο εκλεκτά έργα. Στην ράχη τους υπάρχουν ακόμη μαρτυρίες από τα βιολετιά της χρυσοχοϊας, όμως δεν έχουν πια φωνή, δεν έχουν πια φωνή. Ορισμένα από αυτά μιλούν για το εύθυμο ένστικτο και άλλα τα διηγείται κάποιος παράξενος και πελιδνός αφηγητής. Υπάρχουν και κάποια που κάνουν λόγο για εξωτικά ταξίδια και μερικά με γυμνές φωτογραφίες κοριτσιών σε στυλ, βεβαίως, Ναντάρ. Αυτά τα τελευταία έχουν αλλάξει τα περισσότερα χέρια. Μερικοί από όσους κάποτε τα δανείστηκαν τώρα έχουν περάσει τον κεραυνό του αποσπάσματος και η σιωπή τους ρίχτηκε στο ποτάμι. Χάθηκαν και πάνε.

Η αίθουσα της βιβλιοθήκης διαθέτει ένα καμαρωτό παράθυρο με σιδερένιες γρίλιες που δεν ανοίγουν ποτέ. Την άνοιξη, την άνοιξη ίσως φανεί το λίγο εκείνο φως που σκάβει το τσιμεντένιο πάτωμα. Ως τότε, εγώ, που δεν διαθέτω κανένα απολύτως όνομα θα γίνομαι η βαθιά ησυχία του χιονιού. Κάποιο πρωί θ΄αφήσω την παθητική μου σιωπή στον άνεμο και θα χαθώ, δίχως όνομα, δίχως όνομα.
Στην βορεινή πλευρά του δωματίου υπάρχουν μερικά σύνεργα ζωγραφικής, κανά δυο πινέλα, μπογιές, μερικά λινά, υφάσματα, ένα ετοιμόρροπο καβαλέτο, φτυστό η βιογραφία μου. Γελάτε; Μα δεν σας κρατώ καμιά κακία, δεν φταίει κανείς για την κατάντια μου, εδώ σε τούτο το απελπισμένο μέρος, κάπου έξω από την Τρουβίλ που με έριξαν οι πράξεις μου. Εδώ μαζί μου δεν κατοικεί κανείς, ακούτε; Κανείς, έξω από τις μπαλάντες και τα βουκολικά τραγούδια που τόσο αρέσουν στα σκληρά παιδιά όταν γλεντούν.

Μαζί με τα πράγματα των ζωγράφων επιβιώνουν μερικές, παλιές απομιμήσεις από το σαλόνι των ανεπιθύμητων. Παράξενα κορίτσια και προκλητικά γυμνά, κάποιο αναπαριστά με λάδια έναν χαρακτηριστικό λαϊκό τραγουδιστή, αποκύημα των δρόμων, μην φανταστείτε. Και ένα άλλο τον ολόλευκο, μαγιεμένο γάτο κάποιου Μπονάρ, δουλεμένο επάνω στην κόψη του φόβου. Να δείτε πώς τριγυρνά γύρω από τα πόδια μου, πώς μπλέκει με την ζωή μου, πώς τρίβει το τουφωτό του τρίχωμα στα χέρια μου. Και όταν κάποτε τρέμει και γυρνά στο κάδρο του, κρατώντας αμείωτη την αρπακτική, ενστιχτώδικη θέλησή του μες στους ολόχρυσους γεφυρισμούς, εγώ λυπάμαι κάπως. Εγώ που δεν έχω κανένα όνομα πια, εγώ που μπορώ μονάχα να γελώ με κάποια τρυφερότητα για τα φερσίματα του φανταστικού μου ζώου. Εγώ που λιώνω μες στην παραφροσύνη του ξεφτισμένου μου πάθους, εγώ, κάποιος δίχως όνομα ανάμεσα στα σκληρότερα παιδιά της Τρουβίλ.